- κλίση
- I
(Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο Ποσειδών τη μικρότερη (46’22’).II(Γεωλ.). Η οξεία γωνία που σχηματίζεται από το επίπεδο οροφής ή στρώσης ενός κοιτάσματος και ενός νοητού οριζόντιου επιπέδου. Η κ. εκφράζεται σε μοίρες ή με την εφαπτομένη της γωνίας. Συχνά η κ. χαρακτηρίζεται και από τη φορά διείσδυσης· έτσι κ. 50°Ν σημαίνει ότι το στρώμα κλίνει 50° προς νότο.κ. απόθεσης. Χαρακτηρισμός της μορφολογικής κ. ενός τμήματος της πλαγιάς ενός όρους, που δηλώνει ότι το τμήμα αυτό δέχεται από τα υψηλότερα σημεία περισσότερα υλικά από αυτά που χάνει το ίδιο με τη διάβρωση.κ. αποκομιδής.Χαρακτηρισμός της μορφολογικής κ. ενός τμήματος της πλαγιάς ενός όρους, που δηλώνει ότι το τμήμα αυτό δέχεται από τα υψηλότερα σημεία λιγότερα υλικά από αυτά που χάνει το ίδιο με τη διάβρωση. Επομένως το τμήμα αυτό συνεχώς απογυμνώνεται.κ. μεταφοράς. Χαρακτηρισμός της μορφολογικής κ. ενός τμήματος της πλαγιάς ενός όρους, που δηλώνει ότι το τμήμα αυτό δέχεται από τα υψηλότερα σημεία περίπου τόσα υλικά όσα είναι αυτά που χάνει το ίδιο με τη διάβρωση. Επομένως βρίσκεται σε ένα είδος ισορροπίας.III(Γραμμ.). Η μεταβολή μιας λέξης ανάλογα με το γένος, τον αριθμό και την πτώση, αν πρόκειται για ονοματικό τύπο, ή ανάλογα με το πρόσωπο, τον αριθμό, τον χρόνο, την έγκλιση και τη διάθεση, αν πρόκειται για ρηματικό τύπο. Η ονομασία κ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι Έλληνες γραμματικοί της περιπατητικής και της στωικής σχολής θεωρούσαν τους διάφορους τύπους τους οποίους μπορεί να λάβει ένα όνομα στην ελληνική γλώσσα «απόκλιση» από τον τύπο της «ορθής πτώσης», δηλαδή της ονομαστικής. Οι γλώσσες που έχουν πολύ ανεπτυγμένο κλιτικό σύστημα ονομάζονται κλιτικές.Όλες οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι κλιτικού τύπου. Ακόμα και στη νεότερη φάση τους διατηρούν σημαντικά στοιχεία από την κ. τους, που συνίσταται κυρίως στη μεταβολή των καταλήξεων· για παράδειγμα άνθρωπος (ονομαστική) – ανθρώπου (γενική), ύδωρ (ονομαστική) – ύδατος (γενική). Δευτερεύον χαρακτηριστικό της κ. είναι οι διάφορες μεταβολές του τονισμού και οι μεταβολές του θέματος. Οι μεταβολές των καταλήξεων των ονοματικών τύπων χρησιμεύουν για να δηλώσουν κυρίως τον αριθμό, ενικό ή πληθυντικό, του ονόματος: λύκος, λύκον (ονομαστική και αιτιατική ενικού), λύκοι, λύκους (ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού). Στις παλαιότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (αρχαία ελληνική, σανσκριτική κλπ.) υπήρχε και τρίτος αριθμός, ο δυϊκός, με τον οποίο δηλωνόταν ένα ζεύγος αντικειμένων. Όσον αφορά τα επίθετα, τις αντωνυμίες (εκτός από τις προσωπικές) και ορισμένες κατηγορίες ουσιαστικών, το κλιτικό σύστημα χρησιμεύει σε πολλές γλώσσες για τον διαχωρισμό του γένους (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο στα ελληνικά, στα σανσκριτικά, στα λατινικά, στα γερμανικά κλπ., αρσενικό και θηλυκό στα γαλλικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά κλπ.)· το ουδέτερο ξεχωρίζει από τις ιδιαίτερες καταλήξεις του στην ονομαστική, στην αιτιατική και στην κλητική.Το έργο, ωστόσο, της ονομαστικής κ., κατά τη γραμματική, είναι να εκφράζει διάφορες πτώσεις του ονόματος, δηλαδή να δηλώνει με τις διάφορες καταλήξεις αν ένα όνομα είναι υποκείμενο, αντικείμενο (ή προσδιορισμός) του ρήματος, προσδιορισμός ονόματος κλπ. Αυτό συνέβαινε στα αρχαία ελληνικά, όπου η ποικιλία των καταλήξεων αρκούσε για να προσδιοριστεί η συντακτική λειτουργία ενός ονόματος, ανεξάρτητα από τη θέση των λέξεων μέσα στη φράση ή από τη χρήση προθέσεων: για παράδειγμα και οι τρεις φράσεις «λύκος διώκει αμνόν», «αμνόν λύκος διώκει», «λύκος αμνόν διώκει» σημαίνουν «ένας λύκος κυνηγά ένα αρνί». Το ίδιο ισχύει και για τα λατινικά. Στα νέα ελληνικά, όμως, μπορεί να αλλάξει η σειρά των λέξεων και να διατηρηθεί η ίδια σημασία, αλλά πολλές φορές χρειάζεται να προστεθεί κάποιο μόριο στη φράση· για παράδειγμα, «ο Πέτρος αγαπά τον Παύλο», «αγαπά ο Πέτρος τον Παύλο», αλλά «τον Παύλο τον αγαπά ο Πέτρος» (αν λεχθεί «τον Παύλο αγαπά ο Πέτρος», χωρίς δηλαδή να προστεθεί το «τον», η έννοια της φράσης αλλάζει: σημαίνει ότι τον Παύλο τον αγαπά ο Πέτρος και όχι κάποιος άλλος, ενώ η αρχική έννοια της φράσης «ο Πέτρος αγαπά τον Παύλο» προτίθεται να δείξει την αγάπη του Πέτρου προς τον Παύλο).Στις αρχαιότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ή σε αυτές που παρουσιάζουν αρχαιότερο τύπο (για παράδειγμα, στη σανσκριτική) υπήρχαν οκτώ πτώσεις: ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική, οργανική, αφαιρετική, τοπική. Ήδη, στη σανσκριτική, η διάκριση των πτώσεων δεν ήταν ακριβής σε ορισμένες κατηγορίες ονομάτων ούτε στον δυϊκό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. Πτώσεις διαφοροποιημένες στον ενικό είχαν κοινή κατάληξη στον δυϊκό ή στον πληθυντικό και οι διάφορες λειτουργίες μπορούσαν να διακριθούν μόνο από τη χρήση προθέσεων· εδώ εντοπίζονται τα πρώτα αποτελέσματα της τάσης προς περιορισμό του αριθμού των πτώσεων. Στις σλαβικές γλώσσες η ονοματική κ. αντιστάθηκε σε αυτή την τάση· η νεότερη ρωσική γλώσσα, για παράδειγμα, διακρίνει ακόμα επτά πτώσεις (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, οργανική, προθετική, κλητική). Η αρχαία ελληνική, από την εποχή του Ομήρου, είχε περιορίσει τις πτώσεις σε πέντε: ονομαστική, γενική (την οποία χρησιμοποιούσαν και ως αφαιρετική), δοτική (τη χρησιμοποιούσαν επίσης ως τοπική και οργανική), αιτιατική και κλητική. Η κλασική λατινική είχε έξι πτώσεις, αρκετά καλά διακεκριμένες, τουλάχιστον στον ενικό. Οι γερμανικές γλώσσες, ακόμα και οι πιο αρχαίες, όπως η γοτθική, παρουσιάζουν κλιτικό σύστημα που ξεχωρίζει, κατά ανώτατο όριο, τέσσερις πτώσεις. Η νέα ελληνική έχει σήμερα τέσσερις πτώσεις (έχασε τη δοτική) και παρουσιάζει τάση, ιδιαίτερα σε ορισμένα τοπικά ιδιώματά της, να περιορίσει ακόμα περισσότερο τον αριθμό τους (καταργώντας τη γενική). Το κλιτικό σύστημα των ονομάτων εξαφανίστηκε εντελώς στη γαλλική, στην ιταλική, στην ισπανική (όπου ίχνη διαφόρων πτώσεων εντοπίζονται μόνο στην κ. των αντωνυμιών). Επιπλέον, ίχνη κ. υπάρχουν και στην αγγλική γλώσσα.IV(Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζει μία ευθεία γραμμή με την προβολή της πάνω στο οριζόντιο επίπεδο.γωνία κ. Στην αναλυτική γεωμετρία, γωνία κ. μιας ευθείας είναι η γωνία που σχηματίζει η ευθεία με τον θετικό άξονα των τετμημένων, αν μετρηθεί αυτή κατά τη θετική φορά. Η εφαπτομένη της γωνίας κ. ονομάζεται συντελεστής διεύθυνσης.κ. επιπέδου. Η εφαπτομένη της γωνίας που σχηματίζει η ευθεία του επιπέδου με τη μεγαλύτερη δυνατή κ. με αυτό.κ. καμπύλης. Αναφέρεται σε ορισμένο σημείο της καμπύλης και ορίζεται ως η γωνία κ. της αντίστοιχης εφαπτομένης στο σημείο αυτό.* * *η (AM κλίσις) [κλίνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλίνω, η κάμψη, η πλάγια θέση (α. «τα νερά κυλούν εύκολα προς τα κάτω γιατί το έδαφος έχει μεγάλη κλίση» β. «κλίσει τραχήλου», Πλούτ.)2. αλλαγή θέσης ή κατεύθυνσης, στροφή (α. «κλίση προς τα δεξιά» β. «ἐπί δόρυ ποιούμενοι τὴν κλίσιν», Πολ.)3. γραμμ. ο σχηματισμός κλιτού μέρους τού λόγου στους διάφορους τύπους τουνεοελλ.1. αστρον. η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο τροχιάς ενός ουράνιου σώματος ή ενός διαστημοπλοίου ή τεχνητού δορυφόρου με ένα επίπεδο αναφοράς2. γεωλ. η αντίστοιχη τής δίεδρης γωνία που σχηματίζεται από το επίπεδο μιας γεωλογικής επιφάνειας και το οριζόντιο επίπεδο3. (δημόσια έργα) η υψομετρική διαφορά δύο σημείων που βρίσκονται σε ορισμένη οριζόντια απόσταση4. (ηλεκτρον.) μέγεθος με το οποίο μετριέται η επίδραση που ασκεί η μεταβολή τής τάσης εισόδου ενός ενισχυτικού στοιχείου πάνω στην ένταση εξόδου τού στοιχείου5. βιολ. οι διαβαθμισμένες σειρές χαρακτηριστικών που παρουσιάζονται σε ένα είδος ή σε άλλη σχετική ομάδα οργανισμών6. φυσική τάση, έφεση, ροπή («από μικρή είχε κλίση στα μαθηματικά»)7. φρ. (γεωμ.) α) «κλίση ευθείας» — η γωνία την οποία σχηματίζει η ευθεία με την προβολή της στον ορίζονταβ) «κλίση επιπέδου» — η γωνία την οποία σχηματίζει το επίπεδο με τον ορίζοντααρχ.1. η δύση τού Ηλίου2. καμπή ποταμού ή σήραγγας3. κατάκλιση, ανάπαυση («δύστηνος ἐγὼ τῆς βαρυδαίμονος ἄρθρων κλίσεως, ὡς διάκειμαι», Ευρ.)4. τόπος για κατάκλιση ή τρόπος κατάκλισης (α. «μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι», Οππ.)5. γραμμ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ρηματική αύξηση.
Dictionary of Greek. 2013.